- νώγαλα
- νώγαλα, τὰ (Α)ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγη («καλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].
Dictionary of Greek. 2013.