νώγαλα

νώγαλα
νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγη («καλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νώγαλα — dainties neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* …   Dictionary of Greek

  • νωγάλισμα — τὸ (Α) [νωγαλίζω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλίσματα τα νώγαλα* …   Dictionary of Greek

  • νωγαλέος — (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός». επίρρ... νωγαλέως (Α) (κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα… …   Dictionary of Greek

  • νωγαλίζω — νωγαλιζω (Α) [νώγαλα] νωγαλεύω* …   Dictionary of Greek

  • νωγαλεύω — (Α) [νώγαλα] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”